- θεοτικό
- τό1) божья кара; 2) πλ. священная утварь; иконы, святые книги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεοτικό — το 1. αυτό που προέρχεται από το Θεό, βαρύ πλήγμα της μοίρας. 2. στον πληθ., θεοτικά τα σχετικά με τη θρησκεία: Όλη την ώρα ασχολείται με τα θεοτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεοτικός — ή και ιά, ό [θεότητα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό, που προέρχεται από αυτόν («θεοτικιά φωνή») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοτικό δυστύχημα που προέρχεται από τον θεό 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. με περιληπτική σημασία) τα θεοτικά εικόνες… … Dictionary of Greek